Πρέπει να ηρεμήσω. Όλα δείχνουν παράταιρα. Η ένταση διάχυτη. Τι επιμονή και αυτή να βγούμε οι δυο μας απόψε! Τι κοινό θα μπορούσαμε να ‘χουμε; Δείχνει τόσο “στεγνός” και τόσο ταπεινωμένος! Ανεκπλήρωτα όνειρα και πόθοι, άγνωστα σε μένα, κρυμμένα στο βλέμμα του.
«Ρε μάνα, πού τα 'χεις τα ποτήρια του cognaque;»
«Εκεί που ήταν πάντα. Άμα ξεστραβωθείς θα τα δεις…»
Πολλά νεύρα... Γέμισα ένα ποτήρι που βρήκα κρυμμένο πίσω–πίσω στο ντουλάπι. Κατέβασα κανά δυο γουλιές κοιτάζοντας την πόρτα. Ξεφτισμένη. Όλα θέλουν πέταμα εδώ μέσα... Ίσως ο “γέρος” να μην μπορούσε να αντιδράσει. Πως να διατηρήσεις ίχνος ζωντάνιας με τέτοια συμβατική ζωή; Εμένα θα μ’ έπνιγε... Πρέπει να βγω μαζί του. “Εις ένδειξιν τιμής” για την παθητικότητα που τον αναγκάσαμε να επιλέξει.
Η μάνα μου με τον συνηθισμένο της θόρυβο στην κουζίνα. Η νοοτροπία της “γρήγορης και προκομμένης” σε κάθε της κίνηση. Ο αδελφός μου όπως συνηθίζει, «θεατής». Αλήθεια, πώς την κοπάνησε αυτός απόψε; Τελικά, ποτέ μου δεν κατάλαβα αν είναι επιδεξιότητα ή φυγή. Είναι εσωστρεφής ο μπαγάσας. Τα καταφέρνει να κρατιέται όσο μακρύτερα γίνεται. Κι’ όμως είναι αγαπητός.
Αυτή η συνήθειά να ντύνεται βολτάροντας, με εκνευρίζει. Κοίτα πώς σφίγγει τη ζώνη του! Κοντεύει να τη φτάσει στο σαγόνι…
«Καλά, τι κουστούμι φοράς ρε πατέρα;»
«Μια χαρά είναι! Αν δεν τους αρέσει ας με παρεξηγήσουν!»
Εξυπνάδες!… Όταν η κακογουστιά γίνεται ιδεολογία!
« Μη μου πεις ότι θα βάλεις και καπέλο!»
«Φυσικά και θα βάλω. Να σε κάνω να ντρέπεσαι που θα κυκλοφορήσεις μαζί μου. Ο ξεσκούφωτος θα ντρέπεται για τον σκουφωμένο… Εγώ το καπελάκι μου θα το φορέσω καμαρωτά-καμαρωτά. Και το μπαστουνάκι μου θα το κουνάω γύρω-γύρω σαν παλικαράκι!»
Απίστευτο! Καπέλο και μπαστούνι… Θα μας κρεμάσουν κουδούνια.
Η μάνα μου βγήκε απ’ την κουζίνα και ψιθύρισε:
«Για έλα λίγο εδώ»
«Τι τρέχει ρε μαμά; Γιατί μιλάμε σιγά;»
«Τον μπαμπά σου να τον προσέξεις απόψε. Έχω ένα κακό προαίσθημα»
«Φοβάσαι μην πιει και μείνει κοντός;»
«Να αφήσεις τις βλακείες και να κάνεις αυτό που πρέπει»
«Δεν μας παρατάς μωρέ! Γιατί δεν τον αποθαρρύνεις να βγω κι’ εγώ μόνος μου;»
«Μ’ ακούς τι σου λέω;»
«Είμαι έτοιμος, ξεκινάμε;»
Τελικά περπατάει γρήγορα. Σαν να προσπαθεί να απομακρυνθεί από κάπου το ταχύτερο. Ή να βιάζεται να συναντήσει κάτι. Νομίζω ότι σκέφτεται για μένα. Σαν να αμφιβάλλει. Ωχ, αδερφέ! Δεν θα τον ψυχαναλύσω κι’ όλας. Πώς καταντάει ρε παιδί μου ο άνθρωπος! Λένε ότι κάποτε τον κυνηγούσαν οι γυναίκες…
Η επιγραφή πάνω στη χαμηλή πόρτα έγραφε 'DARK MOON'. Τον ακολούθησα μέσα, αμήχανα και με περιέργεια. Η μυρωδιά της σάρκας ήταν έντονη και μεθυστική. Καμμια εικοσαριά γυναίκες ντυμένες με πέτσινα αποκαλυπτικά ρούχα κάθονταν στα ψηλά σκαμπώ του bar. Αμέσως σηκώθηκαν και άρχισαν να γίνονται "επιθετικά" διαχυτικές... Η προσπάθεια μου να πάρω δυό ποτά απέτυχε μέσα στα χάδια και τα φιλιά. Ο "γέρος" έδειχνε να βυθίζεται στην ηδονή. Η αναπνοή μου έγινε δύσκολη. 'Ενιωσα ξαφνικά να φεύγει από μέσα μου η ζωή! Πανικοβλήθηκα και για τους δυό μας. Τον άρπαξα από το σακκάκι και τον τάβηξα προς την πόρτα ουρλιάζοντας. "Θα μας κλέψουν την ψυχή!"
Πεταχτήκαμε έξω στο δρόμο με τις γυναίκες σε οίστρο, κολλημένες επάνω μας. Πάλευα "με νύχια και με δόντια" και για τους δυό μας. Τον είδα να λιώνει μέσα στα γυναικεία μπράτσα και να χάνεται. 'Εκλαιγα και χτυπούσα. Φίλαγα και προσπαθούσα να ξεφύγω.
Το κουστουμι -άδειο- ήταν πεταμένο στο οδόστρωμα. Οι γυναίκες μ' άφησαν και άρχισαν να πισωπατούν προς το μαγαζί. Με είχαν κυριεύσει οι λυγμοί. 'Ηταν πια αργά. Δεν μπορούσα να διορθώσω τα πράγματα.
'Εσκυψα, πήρα το καπέλλο, το φόρεσα, έβαλα το μπαστούνι παραμάσχαλα και χάθηκα στο σκοτάδι...
(Τό όνειρο της ωρίμανσής μου... στα 28 μου χρόνια. Ο "γέρος" έζησε άλλα 10. Δεν του το διηγήθηκα ποτέ. Εχω όμως πάντα την αίσθηση ότι το είχε δεί κι' αυτός 30 χρόνια πρίν από μένα)